|
Τα Ψάρια των Ελληνικών Θαλασσών ----Λευκά----
![]() Σηκιός: Ένα όχι πολύ γνωστό ψάρι στο ευρύ κοινό αλλά πολύ γνωστό στους υποβρύχιους κυνηγούς. Ζει σε κοπάδια, σε πετρώδεις βυθούς κοντά σε φυκιάδες και όταν αντιληφθεί τον παραμικρό κίνδυνο χάνεται στο βάθος κάποιας τρύπας που είναι δύσκολο να τον δούμε, για να τον προσεγγίσουμε σε θέση βολής όταν τον αντιληφθούμε βουτάμε και κολυμπάμε παράλληλα και κοντά στον βυθό από τέτοια θέση που να μην μας βλέπει και όλα αυτά αθόρυβα, αλλιώς αν ψαρεύουμε με ψαχτίρι τα πράγματα είναι πιο απλά, θέλει αθόρυβη προσέγγιση της τρύπας και γρήγορη βολή.
![]() Κέφαλος: Είναι ένα αφρόψαρο και συχνάζει σε κολπάκια με αμουδιές, φυκιάδες αλλά και σκόρπια βράχια που συνήθως ξενερίζουν. Είναι ψάρι που δεν αφήνει αδιάφορους τους ψαροκυνηγούς ειδκά όταν πρόκειται για μεγάλα 'κομάτια' και αν βρεθούν σε κοπάδια μέσα σε τρύπες βράχων τότε είναι ένα αρκετά εύκολο θήραμα αλλά γενικά ψαρεύεται με καρτέρι στα ρηχά κυρίως Φθινόπωρο & Χειμώνα.
![]() Σάλπα: Η σάλπα δεν είναι ψάρι που απασχολεί πολλούς ψαράδες, συχνάζει σε όλους τους ελληνικούς βυθούς με προτίμηση τα βράχια μέσα σε φυκιάδες. Με το ψαροντούφεκο επειδή έχει μαλακή σάρκα πρέπει να χτυπηθεί κοντά στο κεφάλι, κινείται κατά κοπάδια και συνήθως πλησιάζει στο καρτέρι ιδίως αν αφήσουμε μία-δύο φυσαλίδες.
![]() Μελανούρι: Πολύ γνωστό ψάρι για τον υποβρύχιο ψαρά που το συναντά συχνά το χειμώνα και την άνοιξη σε τρύπες βράχων ή κάτω από πλάκες όπου μπορεί να πάρει πολλά ψάρια εάν κινηθεί αθόρυβα.
![]() Μουρμούρα: Γνωστό ψάρι των ελληνικών θαλασσών συχνάζει σε βυθούς με άμμο ή λάσπη και ζει σε κοπάδια, τα μεγάλα σε ηλικία μουρμούρια ζουν μόνα τους και δύσκολα συναντούνται. Ο ψαροντουφεκάς θα το συναντήσει πολλές φορές τους καλοκαιρινούς μήνες και κυρίως τον Αύγουστο, αν βρεθούμε σε περιοχή με μουρμούρια τότε το καρτέρι πίσω από κάποιο βραχάκι και ακινησία είναι μια καλή τεχνική ίσως και η μοναδική. Πολλές φορές όταν τα μουρμούρια φοβηθούν θάβονται στην άμμο και αφήνουν μέρος του κεφαλιού ώστε να βλέπουν, είναι πολύ καλή η παραλλαγή τους
![]() Τσιπούρα: Πολύ γνωστό ψάρι για το νόστιμο κρέας της και για αυτό είναι περιζήτητη στους περισσότερους ψαράδες. Οι ψαροκυνηγοί το χειμώνα, που την συναντούν πιο συχνά, την παρακολουθούν από μακριά χωρίς να την τρομάξουν και όταν μπει σε κάποια τρύπα τότε αμέσως βουτάνε και την βρίσκουν μέσα όπου είναι συνήθως εύκολος στόχος, επίσης το καρτέρι είναι μια πολύ καλή τεχνική για αυτό το ψάρι και κυρίως για τις μεγάλες τσιπούρες, όπου δεν θα τρυπώσουν ποτέ άμα μας δούν, απλά θα εξαφανιστούν.
![]() Λαβράκι: Πολύ γνωστό ψάρι θα το συναντίσουμε συχνά το χειμώνα στα ρηχά σε φυκιάδες και βραχάκια ή κοντά σε εκβολές ποταμών, που είναι τα καλύτερα σημεία, όπου με καρτέρι θα ξεγελάσουμε αρκετά από αυτά τα ψάρια. Σε θολά και ρηχά νερά μια καλή τεχνική είναι σηρτό καρτέρι, δηλαδή, κινούμαστε αθόρυβα κοντά στον βυθό χωρίς έντονη κίνηση των πτερυγίων μας αλλά με το ελέυθερο χέρι μας, έτσι μόλις δούμε το λαυράκι σταματάμε και κάνουμε καρτέρι, αν βέβαια είναι σε θέση βολής ρίχνουμε αμέσως. Πολύ πιθανό είναι να ψαρεύουμε σε θολά και κρύα νερά γι’ αυτό θα πρέπει να προσαρμόσουμε τον εξοπλισμό μας κατάλληλα, δηλαδή, όπλα 70cm εως 90cm το πολύ με ικανότητα γρήγορης βολής (προτείνω λαστιχοβόλα), στολή πάχους 5mm έως και 6.5mm αναλόγως εποχή και περιοχή αρκεί να μας κρατά ζεστούς, τα βάρη θα αυξηθούν και για να μην καταπονήσουμε τη μέση μας καλά είναι να βάλουμε ζώνη που παίρνει βάρος και στη πλάτη (γαλλικού τύπου) ώστε να μοιραστεί το βάρος σε όλο το σώμα.
---Βραχόψαρα--- Ροφός: Ο ροφός γνωστό ψάρι στους ψαροκυνηγούς και περιζήτητο για το
νόστιμο κρέας του. Ζει σε βυθούς με μεγάλα μονόπετρα και πολλά βράχια ο
ψαροκυνηγός θα μπορέσει να πάρει κάποιον ροφό έξω από το θαλάμι του σχετικά
εύκολα αν καταδυθεί προς αυτόν αθόρυβα, που μας κοιτά ανύποπτος, -χωρίς να τον
τρομάξουμε- πάντα με τον ήλιο πίσω του και το όπλο προτεταμένο, ώστε το ψάρι να
μην μπορεί να υπολογίσει την απόσταση που συνεχώς μικραίνει, έτσι όταν φτάσει σε
θέση βολής χωρίς καμία καθυστέρηση ρίχνει στο κεφάλι του ροφού. Αν το ψάρι είναι
επιφυλακτικό δεν θα μας αφήσει να το πλησιάσουμε σε θέση βολής και θα μπει στον
προθάλαμο της φωλιάς του. Έχοντας κρατήσει το σημείο που μπήκε ο ροφός
ξαναβουτάμε και πλησιάζουμε αθόρυβα το θαλάμι του σχεδόν έρποντας στο βυθό
προσέχοντας να μην κάνουμε θόρυβο στα βράχια και να μην πέσει η σκιά μας στην
είσοδο του θαλαμιού και καταλάβει το ψάρι ότι το πλησιάζουμε. Με το που βλέπουμε
τον ροφό ρίχνουμε αμέσως σε καίριο σημείο, αποτρέποντας έτσι στον ροφό να μπει
στην τρύπα του και να σφηνωθεί μέσα –είναι κάτι που κάνει ο ροφός και τα άλλα
βαρχόψαρα από ένστικτο– δηλαδή να βραχώσει. Αυτό πρέπει να αποφεύγεται στο
ψάρεμα του ροφού γιατί το ξεβράχωμα ενός ροφού, ακόμα και μικρού είναι μια πολύ
δύσκολη διαδικασία και αν το βάθος είναι μεγάλο τότε βάζουμε σε κίνδυνο τον
εαυτό μας! Εξάλλου το υποβρύχιο κυνήγι πρέπει να το απολαμβάνουμε και όχι να
βάζουμε σε κίνδυνο την ζωή μας! Γι’ αυτόν τον λόγο δεν ρίχνουμε σε ροφό που δεν
είμαστε σίγουροι ότι θα βγει εύκολα, βέβαια ποτέ δεν μπορούμε να είμαστε
σίγουροι για την αντίδραση του ροφού, απλά ας αποφεύγουμε τις 'ατσαλες' και
βιαστικές βολές. Στήρα: Μοιάζει αρκετά με το ροφό όπως και η τεχνική ψαρέματος της (βλ. Ροφό). Συναντάται πιο πολύ σε αμμώδεις ή λασπώδεις βυθούς με πλάκες και φυκιάδες, όπου συνήθως έχει και το 'θαλάμι' της, προτιμά την είσοδο της να την έχει στα ριζά της του βράχου ή σε κάποια πλάκα που ακουμπά σε άμμο, λόγω της άμμου έχει την (κακιά) συνήθεια να χτυπά την ουρά της με δύναμη όταν μπαίνει τρομαγμένη στο θαλάμι της και να θολώνει την τρύπα της για αρκετή ώρα καθιστώντας τον εντοπισμό της μέσα στην τρύπα δύσκολο. Αν το ψάρι δεν είναι πολύ τρομαγμένο, αφού τρυπώσει, μετά από λίγο, θα βγάλει το κεφάλι να δει που είμαστε, τότε πρέπει εμείς να είμαστε σε θέση βολής και να του κάνουμε την βολή. Όταν την εντοπίσουμε να είναι έξω από την τρύπα μπορούμε να καταδυθούμε λίγο πιο μακριά και κολυμπώντας παράλληλα και κοντά στο βυθό, χωρίς θορύβους και βιαστικές κινήσεις μπορούμε να πλησιάσουμε κοντά της και να κάνουμε βολή ειδικά όταν το ψάρι δεν είναι πολύ τρομαγμένο. Σφυρίδα: Από τα πιο νόστιμα ψάρια της θάλασσας μας, είναι και αυτός
ένας λόγος που δεν το συναντάμε συχνά. Ζει κυρίως σε μεγάλο βάθος, σε περιοχές
με ξέρες και βράχια που έχουν πολλές σπηλιές και τρύπες, εκεί επιλέγει ένα
θαλάμι όχι σε πολύ εμφανές από την επιφάνεια σημείο ίσως και κοντά σε φύκια για
επιπλέον κάλυψη. Ψαρεύεται με παρόμοιο τρόπο των δύο παραπάνω ομοειδών της. ----Πελαγίσια---- Συναγρίδα: Η συναγρίδα είναι ένα πανέμορφο και δυνατό ψάρι γι’ αυτό την αποκαλούν και ‘βασίλισσα’. Ψαρεύεται σε μεγάλο βαθμό από ψαροκυνηγούς και είναι πραγματικά ένα πανέμορφο ψάρι με νόστιμο κρέας. Καλά σημεία είναι μεσοπέλαγες ξέρες και μικρές βραχονησίδες όπου η συναγρίδες αναζητούν την τροφή τους νωρίς το πρωί και αργά το απόγευμα. Σ' αυτά τα σημεία θα πρέπει να τις αναζητήσει και ο ψαροκυνηγός ψαρεύοντας την με καρτέρι σε διάφορα σημεία με καλή κάλυψη. Τα καρτέρια πρέπει να έχουν σχετικά μεγάλη διάρκεια γιατί η καχύποπτη συναγρίδα πλησιάζει διστακτικά τον κρυμμένο ψαροκυνηγό. Όταν έρθει σε θέση βολής δεν διστάζουμε και ρίχνουμε σε καίριο σημείο του ψαριού. Η αντίδραση της συναγρίδας, αν δεν χτυπηθεί σε ζωτικό σημείο, εγκέφαλο ή καρδία, είναι να φύγει με μεγάλη ταχύτητα προς τα βαθιά παίρνοντας πολλά μέτρα σκοινιού από το μουλινέ του όπλου, που είναι απαραίτητο στο ψάρεμα των πελαγίσιων και όχι μόνο. Πρέπει να ακολουθήσουμε το σκοινί και θα την δούμε κουρασμένη πλέον να προσπαθεί να βγάλει τη βέργα από το σώμα της τρίβοντας το στο βυθό, αν η βολή είναι καλή τότε μαζεύουμε το ψάρι από την επιφάνεια, αν νομίζουμε ότι μπορεί να ξεψαρίσει τότε ρίχνουμε με ένα άλλο όπλο για να σιγουρέψουμε το ψάρι. Είναι κρίμα να δούμε την τελευταία στιγμή να φεύγει από τη βέργα μας η τραυματισμένη συναγρίδα (ή όποιο ψάρι αν είναι αυτό) και να ψοφήσει στο βυθό. Σκοπός μας είναι να πάρουμε μερικά ψάρια από τη θάλασσα και όχι να τα αφήνουμε τραυματισμένα, πρέπει να σεβόμαστε τη θάλασσα και αυτά μου μας προσφέρει. Μαγιάτικο: Είναι ένα δυνατό πελαγίσιο ψάρι, όταν είναι μικρό κινείται κατά κοπάδια και πλησιάζει τις ακτές την άνοιξη, κατά κανόνα ζει στο πέλαγος και συχνάζει σε μεσοπέλαγες ξέρες όπου και αναζητά τροφή. Τα μεγάλα μαγιάτικα ζούνε μόνα τους ή σε μικρές ομάδες των 3-4 ατόμων. Μεγάλο ενδιαφέρον δείχνει και ο ψαροκυνηγός γι’ αυτό το ψάρι, το οποίο λόγο των μεγάλων διαστάσεων που μπορεί να φτάσει (40–50kg) και της δυσκολίας που εμφανίζει κατά το ψάρεμα του, κάνει το ψάρεμα το πραγματικά συγκλονιστικό και πολύ ενδιαφέρον. Επειδή αναφερόμαστε στα μεγάλα άτομα του είδους πρέπει να τονίσουμε ότι το ψάρεμα τους πρέπει να γίνεται με μεγάλη προσοχή και σύνεση. Η δύναμη αυτών των ψαριών είναι μεγάλη και όταν χτυπηθεί θα κάνει τα πάντα για να απελευθερωθεί μέχρι την τελευταία στιγμή, εκεί θα πρέπει να προσέξουμε να μην μπλεχτούμε στο σκοινί μας ή να μην μας τραυματίσει με τη βέργα που έχει πάνω του. Η τεχνική για το ψάρεμα του είναι το καρτέρι, όταν τα ψάρια κινούνται στο βυθό και το πλανάρισμα όταν αυτά είναι στα μεσόνερα, δηλαδή προσέγγιση του ψαριού –χωρίς να το φοβίσουμε– και βολή. Μπορούμε επίσης να καταδυθούμε στα μεσόνερα και να μείνουμε ακίνητοι μέχρι να μας πλησιάσει κάποιο μαγιάτικο σε θέση βολής. Είναι αυτονόητο ότι ο εξοπλισμός μας, για το ψάρεμα των μεγάλων μαγιάτικων, πρέπει να είναι σε άριστη κατάσταση και πάντα καλής ποιότητας. Συγκεκριμένα όπλο μεγέθους 105cm και άνω, ικανό ώστε να μπορεί να φτάσει το ψάρι και να το διαπεράσει, πάντα με μουλινέ με πολύ σκοινί καλά τυλιγμένο για αποφυγή τυχών μπλεξιμάτων, η βέργα μπορεί να είναι είτε με σπείρωμα και δίφτερη δελφινίερα είτε ταϊτίεν με δύο μακριά φτερά (9cm), το πάχος της βέργας θα πρέπει να είναι τουλάχιστο 7mm και άνω (τα μικρότερα άτομα του είδους μπορούν να πιαστούνε και με μικρότερης εμβέλειας και ισχύος όπλα.). Είναι αυτονόητο όπως και σε όλα τα ψαρέματα πρέπει να υπάρχει πάντα ζευγάρι για να μας προσέχει και να τον προσέχουμε σε οτιδήποτε χρειαστεί, ειδικά στο ψάρεμα των μαγιάτικων θα πρέπει να υπάρχει σκάφος, αφ’ ενός για να πάμε στο σημείο που συνήθως είναι μακριά από την ακτή και αφ’ εταίρου για να βάλουμε το ή τα ψάρια που θα πιάσουμε που το μέγεθος τους είναι μεγάλο. Λούτσος: Είναι το ξαδερφάκι του barracuda, έχει σχεδόν ίδια
χαρακτηριστικά αλλά δεν φτάνει τις διαστάσεις του, έχει πολύ άγρια όψη και η θέα
του μέσα στο νερό είναι σαν ένα 'ασημί βέλος' ένα ψάρι με κυνηγετικό χαρακτήρα
και σχεδιασμό, μακρύ κυλινδρικό κορμί με μεγάλη και δυνατή ουρά, μυτερό κεφάλι
με προτεταμένα σαγόνια και κοφτερά δόντια. Συχνάζει σε μεσοπέλαγες ξέρες και
ναυάγια όπου και κυνηγά να τραφεί, πολλές φορές το καλοκαίρι (ημέρες με
πανσέληνο από προσωπικές παρατηρήσεις) πλησιάζει και τις ακτές σε κοπάδια
μερικών ατόμων ή και μεμονωμένα όταν αυτά είναι μεγάλα ψάρια. Το καρτέρι είναι η
πλέον ενδεδειγμένη μέθοδος, όπου από ένστικτο ο λούτσος θα πλησιάσει προσεκτικά
αλλά γρήγορα κοντά να μας δει, κάνουμε την βολή με προσοχή αφού ο στόχος συνήθως
είναι μικρός και μια κακή βολή δεν θα κρατήσει το ψάρι. Μετά τη βολή, έχει
τάσεις φυγής στα ανοικτά σαν πελαγίσιο ψάρι και θα πάρει νήμα από το μουλινέ,
ανάλογα με το μέγεθος του ψαριού, το κοντράρουμε, το μαζεύουμε σιγά -σιγά και το
πιάνουμε από τα βράγχια σφικτά αφού το σώμα του είναι πολύ λείο και γλιστρά.
Τέλος να πω ότι έχει πολύ νόστιμο κρέας, ειδικά σε φέτες στα κάρβουνα!! Λίτσα: Πολύ όμορφο και δυνατό ψάρι, δεν το συναντάμε συχνά και μπορώ
να πω ότι αυτό μας βρίσκει, αφού δεν ζει σταθερά σε κάποιο τόπο ή σε κάποιο
μέρος και διαρκώς κινείται. Συχνάζει σε αμμώδεις βυθούς με βράχια και φύκια,
κοντά σε λιμανάκια και σε σχετικά ρηχά νερά, την άνοιξη και το φθινόπωρο είναι
οι εποχές που το συναντάμε συνήθως. Θα έρθει γρήγορα στο καρτέρι αν είναι κοντά
μας, πολλές φορές θα περάσει και από πάνω μας ή θα έρθει από τα πλάγια πράγμα σε
συνδυασμό με την νευρικότητα του ψαριού να μην προλαβαίνουμε να κάνουμε βολή
αφού δεν θα αργήσει να φύγει όταν μας αντιληφθεί. Είναι πάντως μια ευχάριστη
έκπληξη στα καρτέρα για λαβράκια ειδικά όταν η λίτσα είναι από τα μεγάλα
κομμάτια, μπορεί να φτάσει τα 10 κιλά και έχει τρομερή δύναμη, αυτό φαίνεται και
από το ότι σχεδόν το μισό της σώμα είναι ουρά! Κυνηγός: Ελάχιστες είναι οι συναντήσεις μου με αυτό το ψάρι,
κυκλοφορεί κοντά στις ακτές συνήθως τέλη Αυγούστου και αρχές Σεπτέμβρη, σε
κοπάδια 5-10 άτομα όταν είναι νεαρά, ενώ τα μεγαλύτερα άτομα είναι πιο μοναχικά
και δεν πολύ πλησιάζουν τις ακτές. Έχει νευρική συμπεριφορά, είναι αρκετά
περίεργο και συνήθως κολυμπά κοντά στην επιφάνεια, πολλές φορές αν έχουμε κάποιο
ψάρι (άσπροψαρο) στη σημαδούρα κρεμασμένο τότε αυτά έρχονται να το δούνε και
κόβουν νευρικές βόλτες γύρω απ' αυτό. Εάν είμαστε λίγο ψύχραιμοι και σκοπεύσουμε
καλά, μπορούμε να πάρουμε κάποιο απ' αυτά. Αλλά και το καρτέρι είναι καλή
τεχνική που συνήθως γίνεται για άλλα ψάρια και ξαφνικά εμφανίζεται και κάποιος
κυνηγός. Τούνα: Ο κυρίαρχος του μπλε. Είναι μεγάλο ψάρι (φτάνει τα 500Kg+) της
ανοιχτής θάλασσας. Λίγοι είναι οι ψαροκυνηγοί που ασχολούνται με αυτό το ψάρι ή
τα συγγενή του είδη και αυτό γιατί το ψάρεμα του είναι δύσκολο αφού ζει σε μέρη
όπου επικρατούν ισχυρά ρεύματα και βαθιά νερά (μπλε νερά). Ο κυνηγός θα πρέπει
να είναι όσο το δυνατό περισσότερη ώρα σε βάθη 10-20 μέτρων και να πλανάρει ή να
αιωρείται ακίνητος, έτσι ο τόνος που θα κινείται στην περιοχή μπορεί να
πλησιάσει, από περιέργεια, σε θέση βολής. Οι χρόνοι παραμονής στο βυθό, τα
ισχυρά θαλάσσια ρεύματα και οι γρήγορες επαναφορές* κάνουν το συγκεκριμένο είδος
ψαρέματος πολύ δύσκολο. Μετά τη βολή, σε ένα μεγάλο ψάρι της οικογένειας των
τόνων, απαιτούνται μεγάλα αποθέματα ενέργειας από τον κυνηγό, αφού το ψάρι είναι
πανίσχυρο και απρόβλεπτο πολλές φορές. Συνήθως το ψάρι θα φύγει με μεγάλη
ταχύτητα μακριά μας. Ο εξοπλισμός εδώ απαιτεί πανίσχυρα όπλα, χρησιμοποιούνται
ξύλινα λαστιχοβόλα που μπορούν να δεχθούν πολλά ζεύγη λάστιχα (3 εώς 8 ζεύγη)
και πολύ χοντρές βέργες (8-10 mm), αυτά τα όπλα είναι ικανά για βολές -σε ψάρια-
σε αποστάσεις 8-10 μέτρα. Άφθονο σκοινί και ανθεκτικό κ.λ.π.
----Διάφορα---- Χταπόδι: Από τα πρώτα ψαρέματα του ψαροντουφεκά είναι αυτό του
χταποδιού. Αυτό γιατί το χταπόδι είναι συχνάζει σε όλα τα παράλια της χώρας μας,
είναι εύκολο θήραμα και πολύ περιζήτητο λόγω της νόστιμης σάρκας του. Επίσης το
ψάρεμα του γίνεται σε ρηχά νερά και βραχώδεις ακτές όπου βρίσκει τρύπες
(θαλάμια) και προστατεύεται από τους εχθρούς του, η σμέρνα και ο ροφός είναι και
οι πιο γνωστοί και βέβαια ο άνθρωπος. Το χταπόδι στο περιβάλλον του έχει
τρομερούς μηχανισμούς κάλυψης, μπορεί να κάνει πολύ καλή χρωματική παραλλαγή
αλλά και παραλλαγή 'υφής' ας την πούμε, αυτό σε συνδυασμό με την ακινησία το
καθιστά 'αόρατο' στους εχθρούς του. Όμως ο ψαροκυνηγός μπορεί να το εντοπίσει
πιο εύκολα όταν είναι μέσα στο θαλάμι του και αυτό γιατί έχει την συνήθεια να
αφήνουν τα υπολείμματα από την τροφή τους (οστρακόδερμα, μικρά ψάρια, καβουράκια
κτλ.) έξω από την φωλιά τους. Έτσι παρατηρώντας το βυθό, κολυμπώντας από την
επιφάνεια αν δούμε μερικά από τα παραπάνω υπολείμματα έξω από κάποια τρύπα ή
βράχο είναι πιθανή η ύπαρξη κάποιου χταποδιού. Πολλές σε τα χταπόδια θαλαμώνουν
σε βράχους που από κάτω έχουν άμμο, τότε βλέπουμε και πέτρες, που αφού τις
βγάλουν από την τρύπα για να την μεγαλώσουν, τις αφήνουν από έξω και κάνουν μια
αυλή (σχήμα πετάλου) ώστε να μπορούν να τις τραβήξουν με τις βεντούζες των
πλοκαμιών τους κλείνοντας την είσοδο, σαν πόρτα δηλαδή, ενώ αυτά είναι από πίσω,
για να έχουν και καλύτερη κάλυψη αλλά και μεγαλύτερη προστασία. Κατά την
ανεύρεση του χταποδιού θα πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα τα ηλιόλουστα τμήματα
του βυθού, που τα προτιμά γιατί δεν έχει αίμα και το ωφελεί η ζέστη του ηλίου. Σελάχι |